- ναυκραρίας
- ναυκραρίᾱς , ναυκραρίαnaucraryfem acc plναυκραρίᾱς , ναυκραρίαnaucraryfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναύκραρος — ναύκραρος, ὁ (Α) πολύ πλούσιος πολίτης ο οποίος ήταν αρχηγός τής ναυκραρίας και ασκούσε οικονομικά και διοικητικά καθήκοντα πριν από την εποχή τού Σόλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ναύκληρος] … Dictionary of Greek